τίμημα

τίμημα
το, ΝΜΑ [τιμῶ]
νεοελλ.
1. το αντίτιμο, το χρηματικό ποσό με το οποίο τιμάται ένα πράγμα
2. το αντάλλαγμα για την απόκτηση ή τη διατήρηση ενός αγαθού, το κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος μιας στάσης ή μιας ενέργειας («το τίμημα για την ανάκτηση τής ελευθερίας τους ήταν η θυσία πολλών ανθρώπων»)
αρχ.
1. απότιση τιμής, εκτίμηση
2. ικανοποίηση
3. υπολογισμός τής αξίας ενός πράγματος
4. δαπάνη, έξοδο
5. καταβολή χρηματικού ποσού, πληρωμή
6. (με νομ. σημ.) η αποτίμηση ζημίας
7. ο προσδιορισμός τής ποινής κατηγορουμένου από τον κατήγορο, η προτεινόμενη τιμωρία ή το προτεινόμενο πρόστιμο
8. η εκτίμηση τής φορολογήσιμης περιουσίας ενός πολίτη
9. φρ. α) «ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία» — το τιμοκρατικό πολίτευμα, δηλ. το πολίτευμα στο οποίο τα αξιώματα λαμβάνονται ανάλογα με την περιουσιακή κατάσταση (Πλάτ.)
β) «εἰς [τὸ] τίμημα ἀναβαίνω»
(για τον κατήγορο) έρχομαι και στο θέμα τού καθορισμού τής ποινής (Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τίμημα — honouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμημα — το, ατος 1. το αντίτιμο, η αγοραστική αξία. 2. υπολογισμός της αξίας: Αυτό ήταν το τίμημα για τις υπηρεσίες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίμημ' — τίμημα , τίμημα honouring neut nom/voc/acc sg τί̱μημι , τιμάω honour pres ind act 1st sg τί̱μημαι , τιμάω honour pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тимема —    • Τίμημα,          см. Φυλή, Фила, 6; Πρόσοδοι Доходы государства, Ι, 7, 11; Iudicium, Судопроизводство, 15; и Πολιτει̃αι, Правления формы, 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • τιμημάτων — τίμημα honouring neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήμασι — τίμημα honouring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήμασιν — τίμημα honouring neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματα — τίμημα honouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματι — τίμημα honouring neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήματος — τίμημα honouring neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”